Κύριε Παπαμιχαλόπουλε, στα έργα σας, oι ήρωές σας (Αργοναύτες, κοσμοναύτες, πολέμαρχοι, Βυζαντινοί στρατηλάτες) έρχονται από το παρελθόν και ζουν κάπου στο μέλλον. Στο μεταίχμιο μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Είναι ο τρόπος σας να μιλάτε για το παρόν; - Οι τέχνες έχουν μια ομολογουμένως περίεργη σχέση με τον χρόνο. Έως τον νεοκλασικισμό, η ιστορία της τέχνης αντιλαμβανόταν τον λόγο ύπαρξης της κριτικής, αλλά και των ίδιων των προς κρίση και τέρψη έργων, από την εκτίμηση που έτρεφαν για την τέχνη των συγχρόνων τους. Όταν δηλαδή εξέταζαν την τέχνη του παρελθόντος, την έκριναν πάντα με γνώμονα την τέχνη του παρόντος τους και επ’ουδενί αντιστρόφως. Όπως με πολύ πνευματώδη τρόπο είχε γράψει και ο Λιονέλο Βεντούρι “ο Βαζάρι θαύμαζε τον Τζιότο εν ονόματι του Μιχαήλ Άγγελου, ο Μπελόρι θαύμαζε τους αρχαίους και τον Ραφαήλ εν ονόματι των Καράτσι και του Πουσέν, ο Μενγκς θαύμαζε τον Ραφαήλ, τον Κορέτζο και τον Τιτσιάνο εν ονόματι του εαυτού του”.
Στα τέλη του 18ου αιώνα αυτό άλλαξε απότομα. Ο Βίνκελμαν αντέστρεψε τα πράγματα και έκρινε τη τέχνη της εποχής του με κριτήριο την τέχνη των Αρχαίων Ελλήνων. Το ιδανικό δηλαδή μετατέθηκε από το σήμερα σε ένα απώτατο και άπιαστο πλέον χθες. Έτσι, το δυτικό αισθητήριο άλλαξε άρδην. Κι αυτό διότι, μέχρι πρότινος οι καλλιτέχνες έστεκαν στο παρόν ως απόλυτοι κύριοι του έργου τους, καθώς το παρόν ήταν το ακίνητο κέντρο γύρω από το οποίο απλώνονταν σε ομόκεντρες τροχιές τα έργα παλαιότερων αιώνων. Στον εικοστό αιώνα -είτε μιλάμε για το μοντερνισμό είτε για τον κομμουνισμό- οι ουτοπίες μεταφέρθηκαν πλέον από το παρελθόν στο απώτερο μέλλον.
Ο Τσαρούχης είχε δίκιο όταν έλεγε πως οι πολλοί -ισμοί του εικοστού αιώνα έδειξαν το έωλο των διαφόρων επαναστάσεων που κάθε ένας από αυτούς ευαγγελιζόταν. Ο ίδιος ανακάλυψε τον Ματίς μέσω του Σπαθάρη και του Δεδούσαρου, των μεγάλων μαστόρων του ελληνικού θεάτρου σκιών. Προσωπικά, ανακάλυψα το Βυζάντιο μέσω των Ιαπώνων χαρακτών του 17ου-19ου αιώνα και τη μεγαλειώδη φαντασία μέγιστων δημιουργών - από τον Ρούμπενς του κύκλου της Μαρίας των Μεδίκων μέχρι τον Μπος του Κήπου των Επίγειων Απολαύσεων - μέσω των βιντεοπαιχνιδιών.
Μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος, ο υποψιασμένος από τους γνωστούς όρους της τεχνολογικής εξέλιξης και ευρισκόμενος σε μία διαδικασία μετάβασης στη νέα μεταβιομηχανική εποχή, να αισθάνεται πιο οικείο τον Τάλω – το μυθικό χάλκινο ρομπότ που κατασκευάστηκε από τον θεό Ήφαιστο ή τον Δαίδαλο - παρά κάποιο άλλο πλάσμα ή ήρωα της Ελληνικής μυθολογίας;
- Η εικόνα του Τεχνητού Ανθρώπου μας συνοδεύει από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας και απαντάται σε πολλούς πολιτισμούς και εποχές, από την Αίγυπτο και τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό, τα αυτόματα του Ηφαίστου στην Ιλιάδα (ραψωδία Σ’), τον Τάλω και τις μηχανές του Δαιδάλου έως τον τηλεοπτικό βιονικό άνδρα (The Six Million Dollar Man), την Major Kusanagi Motoko του Μασαμούνε Σιρό και τον κινηματογραφικό Terminator στα καθ’ ημάς. Η εμμονή αυτή, το να δημιουργούμε τεχνητούς ανθρώπους, πιστεύω πως δείχνει μια πηγαία πεποίθηση, πως θεωρούμε δηλαδή τον εαυτό μας, όχι μόνο θεόθεν δημιουργηθέντα, αλλά και εν δυνάμει ένα είδος θεού που δημιουργεί - ή που έστω αποπειράται να αναπλάσει - όντα καθ’ εικόνα και καθ’ομοίωσίν του.
Σε ένα μετέωρο αγωνιώδες σύμπαν απεικονίζετε ανθρώπινες υπάρξεις - με πυκνή steampunk γραφή - που μοιάζουν περισσότερο με μηχανές, έτοιμες να καταστρέψουν ή να αυτοκαταστραφούν. Είναι ο φόβος σας για τη συνέχεια του ανθρώπινου είδους;
- Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα, δεν θεωρώ επ’ουδενί πως ο άνθρωπος είναι ένα καθαρά βιολογικό, «φυσικό» ον αλλά μία ιστορική μετα-βιολογική οντότητα που διαρκώς μεταλλάσσεται. Ας αναλογιστούμε το ότι και η ίδια η λέξη «τέχνη» υπονοεί κάτι τι το τεχνικό, το τεχνητό, στην όλη διαδικασία. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου δεν είναι αυτό που γενικώς αποκαλούμε «η φύση» διότι, αν όντως ίσχυε αυτό, τότε θα ήμαστε ακόμη σε σπηλιές και θα ντυνόμασταν με γιδοτόμαρα.
Απεναντίας, η τρόπον τινά παραδόξως φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι ο τεχνικός πολιτισμός, τον οποίο ο ίδιος κατασκευάζει, εντός του οποίου ενοικεί και μέσω αυτού κυριαρχεί στην πλάση.
Δεν εκφράζω κανένα φόβο για τη συνέχεια του ανθρώπινου είδους διότι, ίσα ίσα, αντιλαμβάνομαι την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια ολοένα και πιο στενή συνύπαρξη του τεχνητού με το βιολογικό, μια διαδικασία μετάλλαξης υπό την έννοια της διαρκούς βελτίωσης. Ας αναλογιστούμε πόσο αναγκαία είναι η τεχνολογία για την επιβίωσή μας: εμβόλια και φάρμακα που έχουν εξαλείψει επιδημίες και μολυσματικές ασθένειες που σκότωσαν εκατοντάδες χιλιάδες, ήδη από τη βρεφική ηλικία, εγχειρήσεις σωτήριες, μερικές εξ αυτών ολοένα και λιγότερο επώδυνες ή παρεμβατικές καθώς και διορθώσεις πάσης φύσεως (από γυαλιά και LASIK διορθωτικές επεμβάσεις με λέιζερ για την όραση μέχρι τεχνητά άκρα), ούτως ώστε να εκτιμήσουμε το πόσο πραγματικά τυχεροί είμαστε που ζούμε σε αυτή τη φάση τεχνολογικής προόδου - και έχουμε ακόμη τόσα πολλά να δούμε.
Πώς συνυπάρχουν αρμονικά η pop art, οι εξπρεσιονιστικές εξάρσεις, οι αλλόκοτες ιστορίες, ο μαγικός κόσμος των comics, η ελληνική λαϊκή τέχνη, η Art Nouveau, το ιαπωνικό ukiyo-e στο έργο σας;
- Αφ’ ενός οι συναρμογές φαινομενικώς παράταιρων επιρροών δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στις τέχνες, σίγουρα όχι στην ελληνική τέχνη. Ήδη από το 700 π.Χ. βλέπουμε πώς οι Αρχαίοι συνέδεσαν τα τότε κραταιά πρότυπα της Ανατολής με ένα νέο αναδυόμενο και υπό διαμόρφωση ελληνικό παράδειγμα, σε έργα όπως τα τύμπανα του Ιδαίου Άντρου, τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης, το αέτωμα του ναού της Αρτέμιδος (περ. 580 π.Χ.) στο Αρχαιολογικό της Κέρκυρας, τον υπέροχο αρχαϊκό αμφορέα του Εξώμβουργου (7ος αι. π.Χ.) όπου απεικονίζεται η γέννηση της θεάς Αθηνάς από την κεφαλή του Δία, (Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου), και ή τα διακοσμητικά ελάσματα από ασπίδες του 560 π.Χ. στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, με αναπαραστάσεις του Περσέα να αποκεφαλίζει τη Γοργώ -εδώ, όπως και στον αμφορέα της Τήνου, εμφανίζεται πάλι η Αθηνά ως βοηθός του ήρωα στο φόνο του τέρατος.
Η ελληνική όμως τέχνη, γενικότερα ο ελληνικός πολιτισμός, έχει ένα περίεργο προνόμιο. Ακόμη και το μέγιστο οξύμωρο, η φράση «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός», αρκεί για να καταδείξει το μέγεθος του σχίσματος, το οποίο ένας Έλληνας καλλιτέχνης καλείται να θεραπεύσει, ή και να εκμεταλλευτεί, για να δημιουργήσει.
Ευρισκόμενος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ αυτού που ο Γιάννης Τσαρούχης αντιλαμβανόταν ως τη λόγια τέχνη της δυτικής Ευρώπης και τη λαϊκή τέχνη των βαλκανικών επιρροών ή του Βυζαντίου, έβρισκε πάντοτε λύσεις που ένωναν τα φαινομενικώς ασύμβατα.
Ένα εξέχον παράδειγμα, που το χρησιμοποιώ συχνά, είναι η ίδια η Ακρόπολη των Αθηνών και, πιο συγκεκριμένα, ο Παρθενώνας. Όλοι θεωρούμε πως ήταν ανέκαθεν αποκλειστικώς και μόνο ένας αρχαίος δωρικός ναός. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ήταν βεβαίως και αρχαίος ελληνικός ναός, αλλά υπήρξε κατόπιν και ρωμαϊκό ιερό και χριστιανική βασιλική και φράγκικη εκκλησία και οθωμανικό τέμενος - παρά λίγο μάλιστα να μετατραπεί και σε ανάκτορο του πρώτου βασιλιά της Ελλάδος, του Όθωνα. Ευτυχώς το μνημείο διέσωσε εγκαίρως ο πατέρας του τότε βασιλιά από μια μετασκευή χωρίς ελπίδα επιστροφής στην πρότερη κατάσταση. Όπως και να έχει, ο Παρθενώνας είναι μια πρώτης τάξεως εξεικόνιση της πραγματικής φύσης του γενικότερου ελληνικού πολιτισμού.
Εκεί που άλλοι λαοί, όπως παραδείγματος χάριν οι Ιάπωνες, έχουν γνωρίσει μια σημαντική τομή (εν προκειμένω η ήττα του 1945) στην κατά τ’άλλα μακραίωνη, σχεδόν αδιατάρακτη παράδοσή τους, η Ελλάδα έχει γνωρίσει τη μια διαρραγή μετά την άλλη. Εκεί δηλαδή που άλλοι λαοί είχαν μια τομή στην παράδοσή τους, ο ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται ως μια Παράδοση της Τομής, μια αλληλουχία τομών στην ιστορία των οποίων η συχνότητα καθίσταται ως μια νέα κανονικότητα και βιώνεται ως τέτοια.
Αυτό είναι και το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού: το ότι έχουμε καταφέρει να αφομοιώνουμε τις πλέον παράταιρες επιρροές, συνήθως κραταιότερων, ή έστω κυρίαρχων πολιτισμών (της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, της αρχαίας Ρώμης, του χριστιανικού Βυζαντίου, των επί μισή σχεδόν χιλιετία κυρίαρχων Οθωμανών, ακόμη και της δυτικής Ευρώπης ή/και της Αμερικής στη νεότερη ιστορία μας) και, μετά την αφομοίωση, να μεταπλάθουμε, να μετασκευάζουμε και να ανασυστήνουμε στο corpus του παγκόσμιου πολιτισμού αυτές τις επιρροές σαν κάτι που μοιάζει σα να ήταν ανέκαθεν δικό μας.
Ο Γιάννης Τσαρούχης, κατ’εμέ αν όχι ο μέγιστος, τότε ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους, αντιμετώπισε αυτό το ζήτημα, αυτά τα πολλαπλά σχίσματα, παρατηρώντας αφ’ ενός την παράδοξη συνύπαρξη της αστικής οικογένειάς του με γυναίκες από το Καστελλόριζο που φορούσαν ακόμη τις λαϊκές φορεσιές τους βγαίνοντας από τα πλοία κατευθυνόμενες προς το σταθμό του ηλεκτρικού στον Πειραιά και αφ’ετέρου λόγω της ταυτόχρονης μαθητείας του στα εργαστήρια των Παρθένη και Κόντογλου, δύο απολύτως αντίθετων ζηλωτών της τέχνης, της δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης ο πρώτος και του μεσαιωνικού βυζαντινού τρόπου ο δεύτερος.
Ποιες επιρροές έχετε δεχθεί;
- Πάμπολλες. Έχω επηρρεαστεί από τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Γιάννη Σπυρόπουλο, τον Γιάννη Μόραλη και τα εφαρμοσμένα του έργα, δημόσια και ιδιωτικά, κυρίως τα κεραμικά και τις προπαρασκευαστικές ζωγραφιές που έχει δημιουργήσει για αυτά, από τη βυζαντινή ζωγραφική και την αρχαία τέχνη, τον Ιερώνυμο Μπος και τους μικρούς ναΐφ Φλαμανδούς ζωγράφους του μεσαίωνα, τον Εντγκάρ Ντεγκά, τα χαρακτικά του Γκόγια και του Πιρανέζι, τον Μέμπιους και τον Ένκι Μπιλάλ, τον Φρανκ Μίλερ, τον Χοκουσάι και τον Κουνιγιόσι, τον Μασαμούνε Σιρό και τον Τσουτόμου Νιχέι, βιντεοπαιχνίδια όπως το Shadow of the Colossus, το ICO, το FEZ, το Grand Theft Auto IV, το Bioshock - η λίστα είναι μάλλον μακροσκελής.
Θέλετε να αναφερθείτε στην επικείμενη ατομική σας έκθεση - στο Νομισματικό Μουσείο - με τίτλο “Salamis 2020”, 2500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας;
- Το 2020 η Ελλάδα γιορτάζει τα 2500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας που έλαβε χώρα την 28η Σεπτεμβρίου 480 π.Χ., την ανέλπιστη νίκη των Ελλήνων ενάντια στον στόλο της αχανούς περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το άκουσμα του ονόματος της Σαλαμίνας εξακολουθεί να είναι συνώνυμο με τις αφηρημένες έννοιες «ελευθερία» και «απαρχή του Δυτικού Πολιτισμού» και σε καμία περίπτωση δεν έχει συσχετιστεί με αιματοκύλισμα, αν και σε καμία άλλη μάχη δεν ταιριάζει περισσότερο αυτός ο συσχετισμός. Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, με περίπου 50.000 νεκρούς, την πλευρά των Περσών, ήταν και παραμένει μία από τις φονικότερες μάχες στην ιστορία των ναυμαχιών. Κατά την συγκριτική καταγραφή του ιστορικού και κλασικιστή Victor Davis Hanson, στον στενό κόλπο της Σαλαμίνας χάθηκαν περισσότεροι από όσους σκοτώθηκαν στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) - περί του 30.000 νεκρούς Οθωμανούς - από τους 14.000 Γάλλους και Ισπανούς πεσόντες κατά την ήττα τους στο Τραφάλγκαρ (1805), από τους 6.784 νεκρούς των Βρετανών στη Ναυμαχία της Γιουτλάνδης (1916) ή από τους 2.155 νεκρούς των Ιαπώνων στο Μιντγουέι (1942).
Το γεγονός αυτό οφείλεται στην διορατικότητα του μέγιστου Θεμιστοκλή ο οποίος, 10 χρόνια πριν από τη Σαλαμίνα, και αμέσως μετά τη νίκη των Ελλήνων οπλιτών στη Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), όχι μόνο πίεσε τους συμπολίτες του για την ανάγκη κατασκευής ενός τεράστιου στόλου, αλλά ταυτοχρόνως τους έπεισε να χρηματοδοτήσουν το εγχείρημα αυτό εξ ολοκλήρου από τα μεταλλεία του Λαυρίου, αντί να μοιράσουν το ασήμι ως επιδόματα στους πολίτες. Το δε Μέγα της Θαλάσσης Κράτος, υπό μιαν ευρύτερη έννοια, προοικονομεί τις σωτήριες για τον Ελληνισμό μάχες της Ναυπάκτου και μετέπειτα του Ναυαρίνου, τις ανδραγαθίες Ελλήνων ναυτικών όπως των Μιαούλη και Κανάρη ή το θάρρος των πρωτεργατών του ελληνικού εφοπλισμού καθ’όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όπως είχα γράψει και στον κατάλογο της έκθεσης «Ζευς και Αθηνά» για τον Αρχαιολογικό Μουσείο Τήνου το 2019, ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν -και εξακολουθεί να μην είναι- μια παγιωμένη, μονολιθική έννοια, αναλλοίωτη στο χρόνο. Εκεί που άλλοι λαοί αντιλαμβάνονται την ιστορία τους ως την παράδοση μιας σχετικώς αδιάσπαστης συνέχειας, με ορισμένες ελάχιστες τομές ως εξαιρέσεις, ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να θεωρηθεί ως η Παράδοση της Τομής, όπως ήδη ανέφερα παραφράζοντας ελαφρώς τον Jean Clair, εννοώντας όχι μόνο την άρνηση της παράδοσης, αλλά και την άρνηση της ίδιας της ρήξης. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε και την παρατήρηση του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη: όταν οι αρχαίοι Έλληνες δημιουργούσαν τα έργα και τους ναούς τους, δεν θεωρούσαν επ’ ουδενί τους εαυτούς τους «αρχαίους» -και ασφαλώς δεν θεωρούσαν ούτε και τα έργα τους «αρχαία». Κάθε άλλο. Τα θεωρούσαν σύγχρονα, πρωτοποριακά και ριζοσπαστικά, σε σύγκριση με τα αρχαϊκά ασσυριακά ή αιγυπτιακά πρότυπά τους.
Ακολουθώντας το πρότυπο των Ελλήνων που, από τον 8ο π.Χ. έως τον 5ο π.Χ. αιώνα μετέπλασαν τα ανατολικά πρότυπα της Ασίας και της Αιγύπτου στην κατοπινή ελληνική τέχνη της κλασικής περιόδου, εκδοχές μιας νέας αναπαράστασης του μέγιστου αυτού γεγονότος, της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας, με τρόπους και εικονογραφικές λύσεις του 21ου αιώνα, δεν πρέπει να θεωρηθούν ρηξικέλευθες και επ’ ουδενί επαναστατικές.
Οι επτά ζωγραφιές που έχω ετοιμάσει για αυτή την ατομική μου έκθεση, σε διάλογο με τα αρχαία τεκμήρια και τους θησαυρούς του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών, πρέπει να ιδωθούν ως λογικά επακόλουθα, ως συνεπείς απεικονιστικές εκδοχές των αρχαϊκών, ρωμαϊκών και βυζαντινών προτύπων τους, όπως αυτά στεγάζονται παντού στα Μουσεία μας. Ιδίως στα νομίσματα που ανήκουν στις πλούσιες συλλογές του Ιλίου Μελάθρου και σε αυτή τη συνύπαρξη γραμμάτων, εικόνων και συμβόλων, τα αναγνωρίζει κανείς ως ένα είδος κόμικς avant la lettre, ως ένα προπομπό αυτού του υβριδικού μορφώματος του νεότερου λαϊκού πολιτισμού. Πλην όμως, ως έργα ζωγραφικής, είναι εξ ίσου συνεπή και με τη λόγια μακραίωνη ελληνική παράδοση από την οποία εμπνεύστηκαν, αλλά και με τις τρόπον τινά εξωελληνικές επιρροές τους, σύμφωνα πάντοτε με τον πνεύμα της ποπ κουλτούρας των κόμικς, των zines και των βιντεοπαιχνιδιών της σύγχρονης εποχής.
Ο Θεμιστοκλής έχει το πρόσωπό σας. Πρόκειται για μία αυθόρμητη παρόρμηση να προσδιορίσετε τον εαυτό σας μέσω της εικαστικής διατύπωσης;
- Όταν κανείς ζωγραφίζει μοιραίως αυτοβιογραφείται περιγράφοντας τις αρέσκειές του, τις επιθυμίες του, τις επιλογές του τι απεικόνισε και γιατί. Συχνά, πολλοί ζωγράφοι αναπαριστούν τους εαυτούς τους στα έργα τους. Από τις αποκεφαλισμένες αυτοπροσωπογραφίες του Καραβάτζιο ως Γολιάθ στα χέρια ενός νεαρού, σχεδόν εφήβου, Δαυίδ ή ως Ολοφέρνης καθώς τον σκοτώνει η Ιουδήθ, τις αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ σε πάμπολλα έργα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, την πλάτη του αινιγματικού Βερμέερ στην εξαίσια Αλληγορία του για την Τέχνη της Ζωγραφικής και την μεταγραφή της στο έργο «Αντιγραφή του Τιτσιάνο» του Γιάννη Τσαρούχη, τις αυτοπροσωπογραφίες της Φρίντα Κάλο, του Βαν Γκογκ, του Κουρμπέ στον «Απεγνωσμένο άντρα», στην «Αυτοπροσωπογραφία με μαύρο σκύλο» και στο μνημειακών διαστάσεων έργο «Το Ατελιέ του καλλιτέχνη» και βεβαίως το “Las Meninas” του Βελάσκεθ.
Πολλοί δημιουργοί θέλουν να απαθανατίσουν την όψη τους μέσω των έργων τους, καθώς οι περισσότεροι είμαστε αρκετά ματαιόδοξοι ούτως ώστε να πιστεύουμε πως τα έργα μας θα συνεχίσουν να απασχολούν στο μέλλον άλλους ανθρώπους, αγνώστους σε μας, πολύ μετά τον θάνατό μας. Ευτυχώς δε που, για τους ζωγράφους τουλάχιστον, ο εαυτός μας είναι πάντοτε διαθέσιμος και πρόθυμος για να ποζάρει, υπακούοντας στις επιθυμίες μας με στωική υπομονή.
Θεωρείτε τον εαυτό σας αισιόδοξο ή απαισιόδοξο;
- Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γεννήθηκε στην καλύτερη έως τώρα φάση της ανθρώπινης ιστορίας. Ζούμε σε μια περίοδο πρωτοφανούς αφθονίας, ανέσεων και δυνατοτήτων όσο καμία άλλη γενιά. Ιδίως οι δυτικοί (και τον όρο τον χρησιμοποιώ, όχι με τη γεωγραφική, αλλά με την οντολογική του έννοια) έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει πείνα - πραγματική πείνα, δεν εννοώ τη δίαιτα πριν τα καλοκαιρινά μπάνια -το προσδόκιμο ζωής κοντεύει να φτάσει τον αιώνα, θανατηφόρες ασθένειες του παρελθόντος, απώτερου και εγγύτερου, έχουν είτε εξαλειφθεί είτε μετατραπεί σε χρόνιες παθήσεις. Επιπλέον, έχουμε πρόσβαση σε γνώση και πληροφορία σε βαθμό ασύλληπτο - κι αν υστερούμε στο πώς μπορούμε να διαχειριστούμε αυτόν τον όγκο πληροφοριών, αυτό ήταν ανέκαθεν πρόβλημα για τον άνθρωπο, ήδη από την εφεύρεση της τυπογραφίας από το Γουτεμβέργιο.
Για εμάς ιδίως τους Έλληνες, και μόνο το άλμα που έχουμε κάνει, από πάμπτωχη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οικογένεια των Ευρωπαϊκών κρατών, και μάλιστα σε μόλις δύο αιώνες, από μόνο του είναι λόγος υπερηφάνειας. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, το 2021 θα γιορτάσουμε, όχι μόνο τον άθλο μιας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης που ξεκίνησε το ξήλωμα μιας κάποτε μεγάλης αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως ένα νέο ξεκίνημα, ένα βατήρα για την κοινή πορεία μας από τον εικοστό πρώτο αιώνα προς το μέλλον.
Έχετε να δώσετε κάποιο μήνυμα ενάντια στη ζοφερή και σκληρή πραγματικότητα που έχει διαμορφώσει σε όλη την κοινωνία η πανδημία του κορονοϊού;
- Για έναν ζωγράφο, μέρος της δουλειάς του είναι μεν η οικειοθελής μόνωση στο εργαστήριό του, αλλά δεν είναι το μόνο. Οι επισκέψεις σε μουσεία, οι βόλτες σε γκαλερί καθώς και οι πάσης φύσεως εκδηλώσεις (ομιλίες, κινηματογράφος, εγκαίνια εκθέσεων ,κλπ) αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την προ της πανδημίας διαδικασία παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου.
Η περίοδος αυτή -για όλους, όχι μόνο για τους ζωγράφους- θα επιφέρει πολλές αλλαγές. Τηλεδιασκέψεις, εξ αποστάσεως μαθητεία, online επιμόρφωση, ακόμη πιο έντονη τη χρησιμότητα του διαδικτυακού εμπορίου της τέχνης -πέραν των πολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων που ήδη συντελούνται- θα συνοδεύσουν σημαντικές αλλαγές και στο δικό μας ελλαδικό μικρόκοσμο και δη αυτό των εικαστικών.
Πόσες γκαλερί θα ξανανοίξουν;
Πόσοι και ποιοι ζωγράφοι θα αντέξουν να εξακολουθούν να ασκούν την καλλιτεχνική πρακτική τους;
Και ποιοι συλλέκτες θα μπορούν μετά από όλα αυτά να συντηρούν το πάθος και την αγάπη τους ιδίοις κόποις και εξόδοις;
Αυτά είναι ζητήματα που τα αντιμετώπισαν οι τέχνες ξανά και ξανά χιλιετίες τώρα, με απείρως μεγαλύτερες οδύνες και με απείρως λιγότερα μέσα.
Εμείς, οι Έλληνες καλλιτέχνες, μέσα στη ατυχία μας, είμαστε εξαιρετικά τυχεροί. Έχουμε ευρύχωρες κατοικίες -εν σχέσει με ομότεχνούς μας στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη ή το Άμστερνταμ -καθώς και ανέσεις και διεξόδους οικιακής ψυχαγωγίας και αναψυχής που θα ήταν ανήκουστες ακόμη και για βασιλείς στα μέσα του 20ου αιώνα -από online streaming services, πρόσβαση σε online βιβλιοθήκες, όπως της Εθνικής Βιβλιοθήκης και πολλών αντίστοιχων στο εξωτερικό, εικονικές ξεναγήσεις μνημείων και συλλογών σε κάθε γωνιά του κόσμου μέχρι και απρόσκοπτη πρόσβαση σε φυσικά βιβλιοπωλεία μέσω του διαδικτυακού εμπορίου.
Αλλά, πέραν όλων αυτών, η παρούσα μας συλλογική μόνωση μας προσφέρει μια παύση, ελπίζουμε σύντομη, για να απολαύσουμε τις οικογένειές μας, να διαβάσουμε, να συζητήσουμε και να ασχοληθούμε απερίσπαστοι και σε βάθος με το έργο μας.
Κύριε Παπαμιχαλόπουλε, σας ευχαριστώ θερμά!
Εγώ σας ευχαριστώ από καρδιάς, κυρία Μακρή, για τη φιλοξενία.
Απρίλιος 2020
Ο Kωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με τη Ρένα Παπασπύρου (1993-2003) και Χαρακτική με τον Μιχάλη Αρφαρά (2004-2011).
Το 2014 τελείωσε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της Α.Σ.Κ.Τ. Από τον Ιανουάριο 2016 είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Το 1997 απέσπασε το 2ο Βραβείο του Ιδρύματος Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου. Το 2003 κατόπιν παραγγελίας του Μουσείου Μπενάκη φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Αντώνη Μπενάκη. Το 2015 ήταν artist-in-residence στο Amsterdams Grafisch Atelier (Άμστερνταμ, Ολλανδία). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Βαβέλ» και «MovMag», τις εκδόσεις «9» και «Βιβλιοθήκη» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Το 2000 κυκλοφόρησε το κόμικς-άλμπουμ του με τίτλο «Ο Γιάπωνας», το 2009 «Ο Γιάπωνας – Δευτερονόμιον» και το 2011 το «Επιλαρχία!». Το 2015 εξέδωσε τρία βιβλία ζωγραφικής («Après Dubuffet», «Après Tanguy» και «Biomorphic»), καθώς και τα «#k_porn» και «Γιάπωνας 3» με την White Island Works. Συνεργάζεται με τη μηνιαία επιθεώρηση βιβλίου «Athens Review of Books» σχεδιάζοντας όλα τα εξώφυλλά της. Είναι συνεργάτης της ολλανδικής «De Groene Amsterdammer» και συνιδρυτής της White Island Works. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές εντός και εκτός Ελλάδος. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Comments